Παιδιά που μεγαλώνουν με άγχος και χαμηλή αυτοεκτίμηση;
Κάτι που βαραίνει τον σύγχρονο γονέα είναι η ανησυχία για τις αναπτυξιακές αλλαγές που μπορεί να επιφέρει η τεχνολογία σε μικρά παιδιά. Όπως είναι γνωστό, τα παιδιά αποκτούν στην προσχολική ηλικία γνωστικές και κοινωνικές δεξιότητες με ταχύτατους ρυθμούς και οι ώρες που αφιερώνουν μπροστά στην οθόνη ενός tablet μπορεί να αναστείλει αυτές τις διαδικασίες μάθησης.
Εκτός όμως από την προσχολική ηλικία, η εφηβεία είναι μια εξίσου κομβική περίοδος για τη γνωστική και κοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου και λίγοι είναι αυτοί που δίνουν τη δέουσα προσοχή στο πώς η έντονη εξοικείωση και η πολύωρη ενασχόληση των εφήβων με την τεχνολογία τελικά τους επηρεάζει. Το πεδίο που απασχολεί τους ειδικούς σε σχέση με αυτό το ζήτημα, είναι η σχέση που έχει αρχίσει να παρατηρείται μεταξύ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που έχουν γίνει “δεύτερη φύση” στην καθημερινή ζωή των εφήβων και του άγχους ή της μειωμένης αυτοεκτίμησης.
Οι ίδιοι οι νέοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με αυτό το φλέγον ζήτημα. Έρευνα που διεξήγαγε η Βασιλική Εταιρεία Δημόσιας Υγείας ρώτησε νέους 14-24 ετών στο Ηνωμένο Βασίλειο πώς οι πλατφόρμες των Social Media επηρεάζουν την ψυχική τους υγεία. Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι απογοητευτικά: όπως φάνηκε, η χρήση του Snapchat, του Facebook, του X και του Instagram οδηγεί σε συναισθήματα κατάθλιψης, άγχους, κακής αυτοεικόνας και μοναξιάς.
Social Media και Έμμεση Επικοινωνία
Οι έφηβοι είναι πολύ καλοί στο να βρίσκουν δραστηριότητες που καλύπτουν τον ελεύθερο χρόνο μετά το σχολείο και πριν τον ύπνο. Όταν η ενασχόληση με τα μαθήματα της επόμενης ημέρας τελειώσει -αλλά ακόμη και κατά τη διάρκεια-, περνούν το χρόνο τους στο διαδίκτυο και στα κινητά τους τηλέφωνα κάνοντας ατελείωτο scrolling, στέλνοντας μηνύματα, ανεβάζοντας φωτογραφίες και ό,τι άλλο περνάει από το μυαλό τους. Ακόμη βέβαια και πριν τη δυναμική είσοδο του Instagram στην καθημερινή ζωή, οι έφηβοι είχαν παρόμοιες ασχολίες, απλώς οι συζητήσεις τους με φίλους μπορεί να γίνονταν από το τηλέφωνο ή από κοντά σε μία έξοδο. Οι εφηβικές παρέες μπορεί να φαίνονται σχεδόν άσκοπες σε έναν εξωτερικό παρατηρητή, όμως στην πραγματικότητα η παρέα είναι ένα σημαντικό μέσο πειραματισμού, δοκιμής δεξιοτήτων, επιτυχιών και αποτυχιών σε ένα πλαίσιο πολλαπλών δια ζώσης αλληλεπιδράσεων με συνομηλίκους. Μια αλλαγή που φαίνεται μικρή αλλά έχει τεράστιες επιπλοκές είναι ότι, για τους σύγχρονους εφήβους, μεγάλο μέρος αυτών των όρων της επικοινωνίας μεταφέρεται στην online διάδραση.
Όπως ισχυρίζεται η Catherine Steiner-Adair, EdD, κλινική ψυχολόγος και συγγραφέας του βιβλίου The Big Disconnect, “ως είδος είμαστε πολύ καλά συντονισμένοι στο να διαβάζουμε τις κοινωνικές ενδείξεις”. Συμπληρώνει επίσης ότι “δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα παιδιά χάνουν πολύ κρίσιμες κοινωνικές δεξιότητες. Κατά κάποιον τρόπο, η αποστολή γραπτών μηνυμάτων και η διαδικτυακή επικοινωνία βάζει όλους σε ένα πλαίσιο όπου η γλώσσα του σώματος, η έκφραση του προσώπου και ακόμη και τα μικρότερα είδη φωνητικών αντιδράσεων καθίστανται αόρατα”.
Μειώνεται το ρίσκο;
Είναι βέβαιο ότι η έμμεση επικοινωνία δημιουργεί αναχώματα στις πραγματικές αλληλεπιδράσεις, αλλά αυτό είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος.Η εκμάθηση στη σύναψη σχέσεων όπως η φιλία είναι ένα σοβαρό τμήμα της πορείας προς την ενηλικίωση και η φιλία απαιτεί εκ μέρους του ατόμου ένα βαθμό ανάληψης ρίσκου. Ρίσκα παίρνουμε τόσο κατά τα αρχικά στάδια της φιλικής σχέσης, όσο και σε όλο το βάθος χρόνου διατήρησής της. Όταν για παράδειγμα προκύπτει ένα πρόβλημα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, μεταξύ φίλων χρειάζεται θάρρος, γνησιότητα συναισθήματος, αλλά φυσικά και δεξιότητες ενεργητικής ακρόασης του άλλου ατόμου. Το να κατακτά κανείς τέτοιες δεξιότητες είναι σημαντικό επίτευγμα για μια αρμονική φιλική συνύπαρξη, αλλά και για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που μπορεί να προκύψουν.
Όταν όμως η φιλία κυριολεκτικά εκτυλίσσεται και λαμβάνει χώρα στο διαδίκτυο και μέσω μηνυμάτων, τα παιδιά συνάπτουν σχέσεις σε ένα ασφαλές μεν πλαίσιο, αλλά από όπου εκλείπουν πολλές από τις πιο προσωπικές, ευάλωτες και καμιά φορά τρομακτικές πτυχές της ανθρώπινης επικοινωνίας. Όταν στέλνεις μηνύματα έχεις υψηλές άμυνες και διακυβεύονται λιγότερα στην αλληλεπίδρασή σου με άλλα άτομα. Δεν έχεις τη δυνατότητα να δεις ή να ακούσεις το πώς επιδρούν τα λόγια σου στο συνομιλητή σου. Και επειδή η συζήτηση δε συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο, οι συνομιλητές μπορούν να σκεφτούν την απάντησή τους για όσο χρόνο θέλουν. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν εντυπωσιάζει τόσο το γεγονός ότι πολλά παιδιά βρίσκουν την τηλεφωνική επικοινωνία “πολύ έντονη”, ακριβώς επειδή απαιτεί άμεση αλληλεπίδραση, η οποία μπορεί να είναι έως και τρομακτική.
Η εξάσκηση στο σχετίζεσθαι και στην επικοινωνία με άλλους ανθρώπους σε πραγματικό χρόνο είναι ένα τεράστιο εργαλείο για την ενηλικίωση. Αν τα παιδιά δε συμμετέχουν στη διαδικασία εκμάθησης τέτοιων δεξιοτήτων, είναι πιθανό να γίνουν ενήλικες που θα βιώνουν άγχος για το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας του ανθρώπινου είδους που είναι η ομιλία.
Ψηφιακό bullying και το “σύνδρομο του απατεώνα”
Ένας ακόμη κίνδυνος που ελλοχεύει στην υπερβολική χρήση των social media και της έμμεσης επικοινωνίας είναι η ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να γίνει πιο σκληρός. “Τα παιδιά στέλνουν με μήνυμα όλα τα είδη των πραγμάτων που δεν θα σκεφτόσασταν ποτέ σε ένα εκατομμύριο χρόνια να πείτε σε κανέναν κατά πρόσωπο”, λέει η Donna Wick, EdD, κλινική και αναπτυξιακή ψυχολόγος. Σημειωτέον, η παρατήρηση αυτή φαίνεται να απευθύνεται πιο πολύ στα κορίτσια, τα οποία τείνουν να αποφεύγουν τη διαφωνία στην “πραγματική ζωή”.
“Ελπίζετε να τους διδάξετε ότι μπορούν να διαφωνούν χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη σχέση, αλλά αυτό που τους μαθαίνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι να διαφωνούν με τρόπους που είναι πιο ακραίοι και θέτουν σε κίνδυνο τη σχέση. Είναι ακριβώς αυτό που δεν θέλετε να συμβεί”, επισημαίνει η κλινική ψυχολόγος.
Η Δρ Steiner-Adair συμφωνεί στο ότι τα κορίτσια διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. «Τα κορίτσια κοινωνικοποιούνται περισσότερο με το να συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους ανθρώπους για να αναπτύξουν την ταυτότητά τους, οπότε αυτό τα καθιστά πιο ευάλωτα στα αρνητικά σημεία όλων αυτών». Προειδοποιεί ότι συχνά ευθύνεται η έλλειψη στέρεης αυτοεκτίμησης. «Ξεχνάμε ότι η επιθετικότητα στις σχέσεις προέρχεται από την ανασφάλεια και το ότι νιώθεις άσχημα για τον εαυτό σου και θέλεις να μειώσεις τους άλλους ανθρώπους για να νιώσεις καλύτερα».
Η αποδοχή των συνομηλίκων είναι μεγάλο κεφάλαιο της εφηβείας, με πολλούς από τους εφήβους να ενδιαφέρονται τόσο για την εμφάνισή τους και να θεωρούν την περιποίηση της εικόνας τους τόσο σημαντική, όσο σημαντική θεωρεί ένας πολιτικός τη διεκδίκηση υψηλού αξιώματος. Επιπρόσθετο σε όλα αυτά είναι το γεγονός ότι οι νέοι σήμερα αντλούν δεδομένα για το πόσο αρέσει στους ανθρώπους η εμφάνισή τους μέσω likes και comments. Ποιος άραγε δε θα ήθελε να φαίνεται cool αν μπορούσε να το κάνει; Με αυτό το σκοπό, τα παιδιά περνούν ώρες επιμελούμενα τη διαδικτυακή τους ταυτότητα, προβάλλοντας μια φαντασιακή, εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού τους.
Οι έφηβοι το έκαναν ανέκαθεν αυτό, αλλά με την έλευση των social media στην καθημερινή ζωή, έρχονται αντιμέτωποι με περισσότερες ευκαιρίες -αλλά και περισσότερες παγίδες– όσο ποτέ άλλοτε. Σκρολλάροντας στη ροή ειδήσεων και αναρτήσεων, οι έφηβοι βλέπουν καθημερινά ανθρώπους στο διαδίκτυο που φαίνονται σπουδαίοι και επιτυχημένοι και νιώθουν μεγαλύτερη πίεση. Ήδη βέβαια υπάρχει έντονη ανησυχία για τα απροσπέλαστα ιδεώδη ομορφιάς των φωτοσοπαρισμένων μοντέλων με τα οποία συγκρίνονται τα παιδιά, τι γίνεται όμως όταν ακόμη και το παιδί της διπλανής πόρτας επεξεργάζεται φωτογραφίες και βίντεο με photoshop; Σε μια ακόμη πιο περίπλοκη βάση, τι άραγε συμβαίνει όταν το καλά επιμελημένο σας προφίλ δεν αντανακλά την πραγματική εικόνα που έχετε για τον εαυτό σας;
“Η εφηβεία και ιδίως τα πρώτα είκοσι χρόνια είναι τα χρόνια κατά τα οποία έχετε έντονη επίγνωση των αντιθέσεων μεταξύ αυτού που φαίνεστε και αυτού που νομίζετε ότι είστε», επισημαίνει ο Δρ Wick. «Είναι παρόμοιο με το «σύνδρομο του απατεώνα» στην ψυχολογία. Καθώς μεγαλώνετε και αποκτάτε περισσότερες δεξιότητες, αρχίζετε να συνειδητοποιείτε ότι στην πραγματικότητα είστε καλοί σε κάποια πράγματα, και τότε αισθάνεστε ότι αυτό το χάσμα ίσως μειωθεί. Αλλά φανταστείτε να έχετε ως πιο βαθύ και σκοτεινό φόβο σας ότι δεν είστε τόσο καλός όσο φαίνεστε, και μετά φανταστείτε να πρέπει να φαίνεστε τόσο καλός όλη την ώρα! Είναι εξαντλητικό”.
Όπως εξηγεί η Dr. Steiner-Adair, “η αυτοεκτίμηση πηγάζει από την εδραίωση αυτού που είσαι”. Αυτό σημαίνει ότι όσες περισσότερες ταυτότητες υιοθετεί κανείς ή όσο περισσότερο χρόνο περνάει υποκρινόμενος κάτι που δεν είναι, τόσο πιο δύσκολα νιώθει καλά με τον εαυτό του.
Το stalking (και η μοναξιά)
Μια άλλη μεγάλη αλλαγή που έχει επιφέρει η νέα τεχνολογία και ιδιαίτερα τα smartphones είναι ότι δεν είμαστε ποτέ πραγματικά μόνοι. Τα παιδιά είναι διαρκώς online, ενημερώνουν το status τους, μοιράζονται ό,τι βλέπουν στο internet, συνεχώς ακούνε ή διαβάζουν κάτι και έχουν ενεργοποιημένη τοποθεσία η οποία τους επιτρέπει να κοινοποιούν τη θέση τους στο χάρτη ανά πάσα ώρα και στιγμή. Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος δεν ενημερώσει τους φίλους του, πάντα είναι διαθέσιμος σε γραπτά μηνύματα. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η υπερσυνδεσιμότητα που αισθάνονται οι έφηβοι. Τα νήματα συζητήσεων δε σταματούν ποτέ, ενώ πάντα υπάρχει κάτι καινούργιο προς θέαση ή ακρόαση.
“Ό,τι κι αν πιστεύουμε για τις «σχέσεις» που διατηρούνται και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεκινούν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα παιδιά δεν ξεκολλούν ποτέ από αυτές”, σημειώνει ο Δρ Γουίκ. «Και αυτό, από μόνο του, μπορεί να δημιουργήσει άγχος. Όλοι χρειάζονται μια ανάπαυλα από τις απαιτήσεις της εξοικείωσης και της σύνδεσης- χρόνο μόνοι τους για να ανασυνταχθούν, να αποκατασταθούν και απλώς να χαλαρώσουν. Όταν δεν το έχετε αυτό, είναι εύκολο να εξαντληθείτε συναισθηματικά, γόνιμο έδαφος για να αναπαραχθεί το άγχος».
Η υπερσυνδεσιμότητα είναι επίσης πολύ εύκολο να πυροδοτήσει ένα έντονο αίσθημα μοναξιάς. Αρχικά, τα παιδιά γνωρίζουν με απόλυτη βεβαιότητα πότε τα αγνοούν. Όλοι χρησιμοποιούμε smartphones και απαντάμε με σχετική ταχύτητα σε μηνύματα, οπότε στην αναμονή για μια απάντηση που δεν έρχεται η σιωπή κάνει μεγάλο κρότο. Το silent treatment, ή αλλιώς σιωπηλή μεταχείριση, είναι πραγματική τακτική ή, σε πολλές περιπτώσεις, σύμπτωμα μιας online εφηβικής σχέσης που κάποτε ξεκίνησε με μεγάλη ένταση και κατέληξε να ξεθωριάζει γρήγορα.
“Τον παλιό καιρό, όταν ένα αγόρι επρόκειτο να σε χωρίσει, έπρεπε να κάνει μια συζήτηση μαζί σου. Ή τουλάχιστον έπρεπε να τηλεφωνήσει”, λέει ο dr. Wick. «Σήμερα μπορεί απλώς να εξαφανιστεί από την οθόνη σας και να μην έχετε ποτέ τη δυνατότητα να συζητήσετε το “Τι έκανα;””. Τα παιδιά συχνά, μετά από τέτοια μεταχείριση, φαντάζονται τα χειρότερα για τον εαυτό τους.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση μιας συζήτησης που δεν τελειώνει, το καθεστώς διαρκούς αναμονής μπορεί να προκαλέσει άγχος. Σε τέτοιες καταστάσεις μπορεί να νιώσουμε ότι βάζουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας σε δεύτερη μοίρα, και η ανθρώπινη ανάγκη μας για ουσιαστική επικοινωνία μεταβιβάζεται απολύτως σε εκείνη τη μία συνομιλία.
Τι θα κάνουν οι γονείς;
Και οι δύο ειδικοί που ερωτήθηκαν για το άρθρο αυτό συμφώνησαν ότι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι γονείς για να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με την τεχνολογία είναι να περιορίσουν πρώτα τη δική τους κατανάλωση. Εναπόκειται λοιπόν στους γονείς το να δώσουν το καλό παράδειγμα μιας σωστής και υγιούς χρήσης των συσκευών. Οι περισσότεροι από εμάς κοιτάμε πολύ συχνά το κινητό μας τηλέφωνο είτε από ενδιαφέρον είτε από συνήθεια. Τα παιδιά όμως θα πρέπει να βλέπουν τα πρόσωπά μας και όχι κεφάλια σκυμμένα πάνω από την οθόνη.
Αυτό που μπορείτε να κάνετε ως γονείς είναι να καθιερώσετε χώρους μέσα στο σπίτι από όπου θα λείπει εντελώς η τεχνολογία, καθώς και ώρες κατά τις οποίες κανείς δε θα χρησιμοποιεί το τηλέφωνό του -συμπεριλαμβανομένων και των γονέων. “Μην μπαίνετε στο σπίτι μετά τη δουλειά ενώ βρίσκεστε στη μέση μιας συνομιλίας, συμβουλεύει η Dr. Steiner-Adair. “Μην μπαίνετε στο σπίτι μετά τη δουλειά λέγοντας ένα γρήγορο “γεια” ενώ ταυτόχρονα ελέγχετε τα email σας. Σηκωθείτε το πρωί μισή ώρα νωρίτερα από τα παιδιά σας και ελέγξτε το email σας τότε. Δώστε τους την πλήρη προσοχή σας μέχρι να βγουν από την πόρτα. Και κανένας από τους δυο σας δεν θα πρέπει να χρησιμοποιεί το τηλέφωνο στο αυτοκίνητο προς ή από το σχολείο, γιατί αυτή είναι μια σημαντική στιγμή για να μιλήσετε”.
Ο περιορισμός του χρόνου που αφιερώνετε στον υπολογιστή δεν είναι μόνο ένα υγιές αντίβαρο σε έναν κόσμο παθιασμένο με την τεχνολογία, αλλά αποτελεί ακόμη ένα μέσο για την ενίσχυση του δεσμού γονέα-παιδιού που κάνει τα παιδιά να αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια. Πρέπει με κάποιο τρόπο να καθίσταται γνωστό στα παιδιά ότι είστε διαθέσιμοι να τα βοηθήσετε με τα προβλήματά τους, να μιλήσετε για τη μέρα τους και, όποτε χρειάζεται, να τους προσφέρετε ένα reality check.
«Είναι οι μικρές στιγμές αποσύνδεσης, όταν οι γονείς είναι υπερβολικά συγκεντρωμένοι στις δικές τους συσκευές και οθόνες, που αποδυναμώνουν τη σχέση γονέα-παιδιού», προειδοποιεί η dr. Steiner-Adair. Και όταν τα παιδιά αρχίζουν να στρέφονται στο διαδίκτυο για βοήθεια ή για να επεξεργαστούν ό,τι συνέβη κατά τη διάρκεια της ημέρας, μπορεί αυτό να μην είναι ευχάριστο για τους γονείς. “Η τεχνολογία μπορεί να δώσει στα παιδιά σας περισσότερες πληροφορίες από ό,τι εσείς, και δεν έχει τις δικές σας αξίες”, σημειώνει η Dr. Steiner-Adair. “Δεν θα είναι ευαίσθητη στην προσωπικότητα του παιδιού
σας και δεν θα απαντήσει στην ερώτησή του με έναν αναπτυξιακά κατάλληλο τρόπο”.
Επιπλέον, ο Dr. Wick συμβουλεύει να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την ηλικία της πρώτης χρήσης. «Χρησιμοποιώ εδώ την ίδια συμβουλή που χρησιμοποιώ όταν μιλάω για τα παιδιά και το αλκοόλ – προσπαθήστε να φτάσετε όσο πιο μακριά μπορείτε χωρίς τίποτα απολύτως». Εάν το παιδί σας είναι σε μια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, ο Dr. Wick λέει ότι θα πρέπει να το κάνετε φίλο και να παρακολουθείτε τη σελίδα του. Αλλά συμβουλεύει να μην ψάχνετε τα ιδιωτικά του μηνύματα, εκτός αν συντρέχει λόγος ανησυχίας. «Αν έχετε λόγο να ανησυχείτε, τότε εντάξει, αλλά θα πρέπει να είναι σημαντικός λόγος. Βλέπω γονείς που απλά κατασκοπεύουν τα παιδιά τους. Οι γονείς θα πρέπει να ξεκινήσουν με το να εμπιστεύονται τα παιδιά τους. Το να μην δίνετε στο παιδί σας ούτε καν το πλεονέκτημα της αμφιβολίας είναι τρομερά επιζήμιο για τη σχέση. Πρέπει να νιώθεις ότι οι γονείς σου πιστεύουν ότι είσαι καλό παιδί».
Στο offline περιβάλλον, η χρυσή συμβουλή προκειμένου να βοηθήσετε τα παιδιά σας να αποκτήσουν αυτοεκτίμηση είναι να ασχολούνται με κάτι που τα ενδιαφέρει. Αυτό θα μπορούσε να είναι ο αθλητισμός, η μουσική, η αποσυναρμολόγηση υπολογιστών ή ο εθελοντισμός- οτιδήποτε αρκεί να τους εξάπτει το ενδιαφέρον και να τους γεμίζει με αυτοπεποίθηση. Όταν ένα παιδί αισθάνεται καλά με αυτό που μπορεί να κάνει και όχι με το πώς φαίνεται ή με το τι του ανήκει, είναι πιο ευτυχισμένο και προχωρά με περισσότερα εφόδια για την επιτυχία στην πραγματική ζωή. Το ότι οι περισσότερες εξ αυτών των δραστηριοτήτων εμπεριέχουν και την δια ζώσης αλληλεπίδραση με συνομηλίκους είναι μόνο το κερασάκι στην τούρτα.